- σκαμπαβία
- η, Νναυτ. μικρή άκατος ή λέμβος χρησιμοποιούμενη για βοηθητικές εργασίες σε πλοία ή σε λιμάνια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scappavia].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκαμπαβία — η (λ. ιταλ.), είδος πλοίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εφόλκιο — το (ΑΜ ἐφόλκιον) [εφολκός] ναυτ. μικρό πλοίο ή λέμβος που ρυμουλκείται πίσω από ένα μεγάλο πλοίο, εμπορικό ή πολεμικό, κν. φελούκα, σκαμπαβία μσν. αρχ. συνεκδ. παράρτημα, προσάρτημα, συμπλήρωμα, προσθήκη αρχ. 1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐφόλκια… … Dictionary of Greek